- μυριοκύμων
- μυριοκύμων, ὁ και ἡ (Μ)αυτός που έχει ή ξεσηκώνει αναρίθμητα κύματα («μυριοκύμων κλύδων», Κ. Μανασσ.)[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)-* + -κύμων (< κύμα), πρβλ. πολυ-κύμων].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μυρι(ο)- — (ΑΜ μυριο ) πρώτο συνθετικό πάρα πολλών λέξεων τής Ελληνικής, ιδιαίτερα τής μεσαιωνικής περιόδου, που ανάγεται είτε στο επίθ. μυρίος «άφθονος, αναρίθμητος» είτε στο μύριος «αυτός που αριθμείται σε 10. 000» και δηλώνει ότι το β συνθετικό υπάρχει ή … Dictionary of Greek